αμεταφόρτωτος

αμεταφόρτωτος
-η, -ο [μεταφορτώνω]
αυτός που δεν μεταφορτώθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφορτωθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμεταφόρτωτος — η, ο αυτός που δε μεταφορτώθηκε ή δεν πρέπει να μεταφορτωθεί: Το εμπόρευμα να πάει αμεταφόρτωτο ως τον προορισμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”